- ἀγλαόχαρτος
- ἀγλαό-χαρτος, ον,A rejoicing in beauty, IG12(1).783 ([place name] Rhodes).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγλαόχαρτος — ἀγλαόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται με τη λαμπρότητα, την ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + χαίρω] … Dictionary of Greek